Εθισμός και Εξάρτηση. Δύο έννοιες ευρέως χρησιμοποιούμενες, που συχνά συγχέονται μεταξύ τους, μιας και αρκετοί δε γνωρίζουν ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές καταστάσεις. Δύο καταστάσεις που διαφέρουν τόσο ως προς τα συμπτώματα, τον τρόπο που κάποιος οδηγείται σ' αυτές, καθώς και ως προς τον τρόπο αντιμετώπισής τους.
Εξάρτηση (Dependence)
Ορισμός
Από ιατρικής άποψης, η εξάρτηση
αναφέρεται συγκεκριμένα σε μια σωματική κατάσταση στην οποία το σώμα έχει προσαρμοστεί στην παρουσία μιας
ουσίας π.χ. ενός φαρμάκου. Με άλλα λόγια, το σώμα του ατόμου συνηθίζει να
λαμβάνει τακτικές δόσεις ενός συγκεκριμένου φαρμάκου και προσαρμόζει ανάλογα
τις λειτουργίες του.
Σύνδρομο Στέρησης (Withdrawal Syndrome)
Εάν ένα άτομο με εξάρτηση από ένα φάρμακο σταματήσει ξαφνικά
να το λαμβάνει, θα βιώσει προβλέψιμα και διαγνώσιμα συμπτώματα, γνωστά ως σύνδρομο
στέρησης (withdrawal syndrome). Εξάρτηση παρουσιάζουν συνήθως άτομα που λαμβάνουν
συστηματικά ένα φάρμακο λόγω κάποιας χρόνιας πάθησης (π.χ υψηλή πίεση, διαβήτης,
γλαύκωμα).
Είδη ουσιών που
προκαλούν εξάρτηση
Πολλές ουσίες - όπως η καφεΐνη, η
νικοτίνη, η ζάχαρη, τα αντικαταθλιπτικά και κυρίως τα οπιοειδή μπορούν να
προκαλέσουν εξάρτηση.
Τρόποι Αντιμετώπισης
Η εξάρτηση είναι μια ιατρικά θεραπευόμενη κατάσταση. Ο στόχος
είναι να απομακρυνθεί σταδιακά ο ασθενής από το φάρμακο και όχι απότομα, για να
επιτρέψει στο σώμα να αναπροσαρμοστεί στην κανονική του λειτουργία. Για τους
ασθενείς που έχουν αναπτύξει εξάρτηση ως παρενέργεια της λήψης ενός απαραίτητου
φαρμάκου (π.χ. ενός παυσίπονου οπιοειδών), ένας γιατρός μπορεί να
χρησιμοποιήσει τη μέθοδο αυτή με τη μείωση της δόσης (μειώνοντας αργά τη δόση
του φαρμάκου με την πάροδο του χρόνου) για να ελαχιστοποιήσει τα συμπτώματα
στέρησης.
Εθισμός (Addiction)
Ορισμός
Ο εθισμός, από την άλλη
πλευρά, είναι μια ψυχολογική κατάσταση. Χαρακτηρίζεται από την καταναγκαστική
αναζήτηση και τη χρήση ουσιών, η οποία είναι δύσκολο να ελεγχθεί, παρόλο που το
άτομο γνωρίζει τις επιβλαβείς συνέπειες. Η αρχική απόφαση για λήψη ουσιών όπως
είναι τα ναρκωτικά, είναι εθελούσια για τους περισσότερους ανθρώπους. Η
επαναλαμβανόμενη χρήση ναρκωτικών μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές στον εγκέφαλο που επηρεάζουν τον αυτοέλεγχο και μειώνουν
την ικανότητα αντίστασης σε προτροπές για λήψη ναρκωτικών.
Μονοπάτι Ανταμοιβής (Reward Pathway) και Ντοπαμίνη
Ποιες είναι, λοιπόν, οι αλλαγές
αυτές που λαμβάνουν χώρα στον εγκέφαλο ενός ατόμου το οποίο συστηματικά
λαμβάνει ναρκωτικές ουσίες; Αρκετές
ναρκωτικές ουσίες επηρεάζουν το αποκαλούμενο «μονοπάτι ανταμοιβής (reward pathway)» του εγκεφάλου, κατακλύζοντάς το με ντοπαμίνη, νευροδιαβιβαστή που παίζει
άμεσο ρόλο σε συμπεριφορές που αφορούν ανταμοιβή και κίνητρο. Το «μονοπάτι»
αυτό ελέγχει την ικανότητα του σώματος να αισθάνεται ευχαρίστηση και παρακινεί
ένα άτομο να επαναλάβει τις συμπεριφορές που προκαλούν την ευχαρίστηση αυτή. Αυτή
η υπερδιέγερση του «μονοπατιού ανταμοιβής» μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους στο
να λαμβάνουν ένα ναρκωτικό ξανά και ξανά.
Ανεκτικότητα (Tolerance)
Καθώς το άτομο συνεχίζει να λαμβάνει
ναρκωτικά ή γενικά να επαναλαμβάνει διαδικασίες που το κάνουν να αισθάνεται
ευφορία, ο εγκέφαλος προσαρμόζεται στην υπερβολική ντοπαμίνη, παράγοντας
λιγότερη από αυτή ή / και μειώνοντας την ικανότητα των κυττάρων στο «μονοπάτι
ανταμοιβής» να ανταποκριθούν σε αυτή. Το γεγονός αυτό μειώνει την ευφορία που
αισθάνεται το άτομο σε σύγκριση με την ευφορία που αισθανόταν στα αρχικά στάδια
λήψης του ναρκωτικού - ένα αποτέλεσμα γνωστό ως ανεκτικότητα (tolerance). Ως
αποτέλεσμα, μπορεί να οδηγηθεί σε αύξηση της δόσης του ναρκωτικού, προσπαθώντας
να επιτύχουν την ίδια παραγωγή ντοπαμίνης.
Είδη ουσιών που
προκαλούν εθισμό
Για πολλά χρόνια, οι ειδικοί
πίστευαν ότι μόνο το αλκοόλ και τα ναρκωτικά θα μπορούσαν να προκαλέσουν εθισμό.
Σήμερα όμως, οι τεχνολογίες νευροαπεικόνισης και οι πιο πρόσφατες έρευνες έχουν
δείξει ότι ευχάριστες δραστηριότητες όπως τα τυχερά παιχνίδια, τα ψώνια, το
σεξ, και το φαγητό μπορούν επίσης να επηρεάσουν τον εγκέφαλο.
Τρόποι Αντιμετώπισης
Όπως με τις χρόνιες παθήσεις, δεν
υπάρχει μόνιμη θεραπεία για τον εθισμό. Οι άνθρωποι που αναρρώνουν από έναν
εθισμό θα κινδυνεύουν να «ξανακυλήσουν» για χρόνια και ενδεχομένως για όλη τους
τη ζωή. Οι έρευνες δείχνουν ότι η χρήση φαρμάκων θεραπείας εθισμού σε συνδυασμό
με συμπεριφορική θεραπεία εξασφαλίζει τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας για
θεραπεία στους περισσότερους ασθενείς.
Συμπέρασμα
Είναι απόλυτα λογικό να υπάρχει αδυναμία διαχωρισμού των δύο αυτών καταστάσεων, πόσο μάλλον η εξαγωγή διάγνωσης, μιας και απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις επί του θέματος. Για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να είναι εξαρτημένο από μία ουσία, χωρίς απαραίτητα να είναι εθισμένο σ’ αυτή, ενώ συχνά ένα σύνηθες φαινόμενο είναι ο εθισμός να αποτελεί επακόλουθο της εξάρτηση.
Πηγές: